- ξαναβρίσκω
- ξαναβρήκα, βρίσκω πάλι, ξανά: Κι ως τη ματιά σου ξαναβρήκα, όλο μου το αίμα ήταν βοή (Σικελιανός).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξαναβρίσκω — 1. βρίσκω κάτι ή κάποιον πάλι, ξανασυναντώ, επανευρίσκω 2. σκέπτομαι κάτι ξανά και αλλάζω γνώμη («πατέρα να τό ξαναβρείς πάλι να ρθεις στο σπίτι μας, νά σαι με τα παιδία σου», Μαν. μοιρολ.) … Dictionary of Greek
επανευρίσκω — ξαναβρίσκω κάτι χαμένο … Dictionary of Greek
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
αναβλαστάνω — (Α ἀναβλαστάνω) βλαστάνω εκ νέου, ξαναφυτρώνω νεοελλ. απλώς βλαστάνω, φυτρώνω αρχ. 1. αναζωογονούμαι, ξανανιώνω 2. (για πόλεις) ξαναβρίσκω την παλαιά μου ακμή και δόξα 3. παρουσιάζομαι, φανερώνομαι, ξεφυτρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλαστάνω. ΠΑΡ … Dictionary of Greek
αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… … Dictionary of Greek
ανευρίσκω — (AM ἀνευρίσκω) 1. βρίσκω, ξαναβρίσκω κάτι χαμένο, ανακαλύπτω 2. εφευρίσκω, επινοώ … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
ειρηνεύω — (AM εἰρηνεύω) 1. αποκαθιστώ την ειρήνη, συμφιλιώνω τους αντιπάλους 2. καταπαύω εξέγερση, επιτυγχάνω ή επιβάλλω την ειρήνη 3. παύω να είμαι σε εμπόλεμη κατάσταση, συνδιαλλάσσομαι μσν. νεοελλ. καθησυχάζω (με χάδια, γλυκά λόγια κ.λπ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
επανάγω — (AM ἐπανάγω) [άγω] φέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επαναφέρω («ἐπανήγαγες ἡμᾱς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία) νεοελλ. ξαναφέρνω μια υπόθεση στο δικαστήριο, κάνω έφεση, εφεσιβάλλω αρχ. Ι. 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὀνείδεα… … Dictionary of Greek